- καθεῖρξαι
- καθεῖρξαικατείργωshut in: perf ind mp 2nd sg (attic )κατείργωshut in: aor inf act (attic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
καθείρξαι — καθείρξαῑ , κατείργω shut in aor opt act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεῖρξαι — κατείργω shut in perf ind mp 2nd sg (attic) κατείργω shut in aor inf act (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεῖρξ' — καθεῖρξα , κατείργω shut in aor ind act 1st sg (attic) καθεῖρξο , κατείργω shut in plup ind mp 2nd sg (attic) καθεῖρξο , κατείργω shut in perf imperat mp 2nd sg (attic) καθεῖρξε , κατείργω shut in aor ind act 3rd sg (attic) καθεῖρξαι , κατείργω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθειργνύω — και καθείργω (AM καθείργυμι, Α και καθείργω) κλείνω μέσα, περιορίζω σε κάποιο χώρο, φυλακίζω («τὸν πατέρα... ἔνδον καθείρξας», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σπαν. και για πράγματα) φυλάγω κάτι κλεισμένο («καθεῑρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις») 2. μτφ. περιορίζω («τὴν … Dictionary of Greek